βουφάγος

βουφάγος
Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας των Αρκάδων του οποίου το όνομα πήρε ο παραπόταμος του Αλφειού. Ο μύθος αναφέρει ότι ήταν γιος του Ιαπετού και της Θόρνακας και ότι δολοφονήθηκε από την Άρτεμη γιατί φανέρωσε τον ερωτικό του πόθο γι’ αυτήν. Κατά την παράδοση ήταν ο ιδρυτής αρκαδικής πόλης. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ο ίδιος ή άλλος αρκαδικός ήρωας, που καταγόταν από τη Φενεό της Αρκαδίας, μαζί με τη γυναίκα του Πρώμνη, περιποιήθηκαν τον Ιφικλέα, αδελφό του Ηρακλή και πατέρα του Ιόλαου. Ο Β. τραυματίστηκε σε μάχη από τους γιους του Άκτορα και της Μιλιόνης και έφτασε στη Φενεό όπου και πέθανε. Το όνομα Β. αποδίδεται επίσης στον Ηρακλή και στον Λαπίθη Κόρωνο, γιατί μπορούσαν στο γεύμα τους να φάνε ένα ολόκληρο βόδι.
* * *
βουφάγος, -ον (Α)
αυτός που μπορεί να φάει ένα βόδι μόνος του, φαγάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -φάγος < φαγείν, απρμφ. του έφαγον (αόρ. β' του εσθίω «τρώγω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Βουφάγος — ox eating masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουφάγος — ox eating masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουφάγοις — Βούφαγος masc dat pl Βουφάγος ox eating masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουφάγον — βουφάγος ox eating masc/fem acc sg βουφάγος ox eating neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουφάγου — Βούφαγος masc gen sg Βουφάγος ox eating masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουφάγε — Βουφάγος ox eating masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουφάγε — βουφάγος ox eating masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουφάγοις — βουφάγος ox eating masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουφάγον — Βουφάγος ox eating masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουφάγου — βουφάγος ox eating masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”